-
1 variyetli
πλούσιος -
2 zengin
πλούσιος, εύπορος -
3 riche
πλούσιος -
4 rich
πλούσιος -
5 bogaty
πλούσιος -
6 богатый
επ., βρ: -гат, -а, -о1. πλούσιος•-ая страна πλούσια χώρα•
богатый человек πλούσιος άνθρωπος.
ουσ. ο πλούσιος•богатый и в будни пирует, а бедный в праздник горюет παρμ. ο πλούσιος και τις καθημερινές γλεντάει, όμως ο φτωχός και τις γιορτές πικραίνεται.
2. πολυτελής•-ое убранство πλούσια επίπλωση.
3. μτφ. μεγάλος, αρκετός•богатый урожай μεγάλη σοδειά•
богатый опыт πλούσια πείρα.
εκφρ.чем -ты, тем и рады – (σε μουσαφίρη) ό,τι υπάρχει στο φτωχικό μας θα φάμε. -
7 богатый
богатый 1) πλούσιος 2) (обильный) άφθονος, πλού σιος \богатый урожай η πλούσια σοδειά* * *1) πλούσιος2) ( обильный) άφθονος, πλούσιοςбога́тый урожа́й — η πλούσια σοδειά
-
8 богатый
богат||ый1. прил πλούσιος;2. прил (обильный) ἀφθονος, πλούσιος:\богатый урожай ἡ ἄφθονη (или πλούσια) σοδειά;3. прил (роскошный, великолепный) πολυτελής, βαρύτιμος;4. м ὁ πλούσιος, ὁ ἐδπορος. -
9 богач
-
10 пышный
пышный πλούσιος (тж. о волосах )' πολυτελής (роскошный)* * * -
11 пышный
пышн||ыйприл1. (великолепный) μεγαλοπρεπής, πολυτελής/ λαμπρός (роскошный)/ πλούσιος (богатый)/ πομπώδης (помпезный):\пышныйая растительность ὁργιώδης βλάστηση·2. (о волосах и т. п.) πλούσιος, πυκνός· ◊ \пышныйый пиро́г ἡ φουσκωτή πήττα. -
12 rich
[ri ]1) (wealthy; having a lot of money, possessions etc: a rich man/country.) πλούσιος2) ((with in) having a lot (of something): This part of the country is rich in coal.) πλούσιος3) (valuable: a rich reward; rich materials.) πολύτιμος4) (containing a lot of fat, eggs, spices etc: a rich sauce.) παχύς, βαρύς, λιπαρός5) ((of clothes, material etc) very beautiful and expensive.) πολυτελής•- richly- richness
- riches -
13 Rich
adj.P. and V. πλούσιος, ἀφνειός, πολύχρυσος, ζάχρυσος, ζάπλουτος, πολυκτήμων, πάμπλουτος (Soph., frag.), Ar. and P. εὔπορος.Rich by inheritance: P. and V. ἀρχαιόπλουτος, P. παλαιόπλουτος.Exceeding rich: P. and V. ὑπέρπλουτος (Plat.).Fertile: P. and V. πάμφορος (Plat.), εὔκαρπος (Plat.), Ar. and V. κάρπιμος, πολύσπορος, V. καλλίκαρπος; see Fertile.Abundant: P. and V. πολύς, ἄφθονος, V. ἐπίρρυτος.Splendid: P. and V. λαμπρός.Be rich, wealthy, v.: P. and V. πλουτεῖν, P. εὐπορεῖν.Rich in: P. and V. πλούσιος (gen.), P. εὔπορος (dat.), V. πολυκτήμων (gen.), φλέων (dat.).Be rich in, v.: P. and V. πλουτεῖν (gen. or dat.) (Plat.), P. εὐπορεῖν (gen. or dat.); see abound in.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rich
-
14 Teeming
adj.Pregnant: P. and V. ἐγκύμων (Plat.).Teeming with arms: V. ἐγκύμων τευχέων (Eur., Tro. 11).Rich: V. πλούσιος.Teeming with, rich in: P. and V. πλούσιος (gen.); see rich in.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Teeming
-
15 изобиловать
αφθονώ, είμαι πλούσιος (σε κάτι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изобиловать
-
16 богатеть
богатетьнесов πλουτίζω, πλουταίνω, γίνομαι πλούσιος. -
17 богач
богачм ὁ πλούσιος, ὁ βαθύπλουτος, ὁ ζάπλουτος, ὁ παραλής. -
18 кулак
кула||км1. ἡ πυγμή, ἡ γροθιά, ὁ γρό(ν)θος:грозить \кулакком ἀπειλώ μέ τή γροθιά·2. тех. τό δόντι τροχοῦ μηχανής'3. (богатый крестьянин) ὁ κουλάκος, ὁ πλούσιος ἀγρότης. -
19 мешок
меш||окм1. τό σακκί, τό τσουβάλι:вещевой \мешок ὁ γυλιός (у военных), τό σακκίδιο (у туристов)· класть в \мешок βάζω στό τσουβάλι·2. ίο человеке) разг ὁ βραδυκίνητος (или ὁ ἀγαρμπος) ἄνθρω-πος·3. воен. ὁ κλοιός:попа́сть в \мешок πέφτω σέ κλοιό, περικυκλώνομαι· ◊ \мешокки́ под глазами разг τά πρησμένα μάτια· золотой \мешок ὁ πλούσιος, ὁ παραλής· каменный \мешок ἡ ὑπόγειος εἰρκτή· сидеть \мешокко́м (об одежде) κρέμομαι σάν τσουβάλι· покупать кота в \мешокке́ ἀγοράζω γουρούνι στό σακί. -
20 наживаться
наживать||сяπλουτίζω, γίνομαι πλούσιος.
См. также в других словарях:
πλούσιος — wealthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, που έχει αφθονία ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας: Τόπος πλούσιος σε ομορφιές. 2. άφθονος, πολυτελής: Πλούσια συγκομιδή. – Πλούσιος διάκοσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουσιώτερον — πλούσιος wealthy adverbial comp πλούσιος wealthy masc acc comp sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτάτων — πλούσιος wealthy fem gen superl pl πλούσιος wealthy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέραις — πλούσιος wealthy fem dat comp pl πλουσιωτέρᾱͅς , πλούσιος wealthy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέρων — πλούσιος wealthy fem gen comp pl πλούσιος wealthy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατα — πλούσιος wealthy adverbial superl πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατον — πλούσιος wealthy masc acc superl sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίω — πλούσιος wealthy masc/neut nom/voc/acc dual πλούσιος wealthy masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίων — πλούσιος wealthy fem gen pl πλούσιος wealthy masc/neut gen pl πλουσιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλουσιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)